Main » 2014 » July » 17 » Η διαπλοκή των λεχθέντων και μη λεχθέντων
4:49 AM
Η διαπλοκή των λεχθέντων και μη λεχθέντων

Η διαπλοκή των λεχθέντων και μη λεχθέντων

http://www.oanagnostis.gr/%CE%B7-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CF%80%CE%BB%CE%BF%CE%BA%CE%AE-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%BB%CE%B5%CF%87%CE%B8%CE%AD%CE%BD%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BC%CE%B7-%CE%BB%CE%B5%CF%87%CE%B8%CE%AD%CE%BD/

 

 

titos

Τίτος Πατρίκιος .

 

Με το θέμα που «έμπλεξα» υπήρχαν δύο τρόποι να το αντιμετωπίσω: ένας εύκολος και ένας δύσκολος. Ο εύκολος θα ήταν να κλειστώ επί τέσσερα-πέντε χρόνια, να τα μελετήσω όλα από την αρχή, να κάνω μια διατριβή οκτακοσίων σελίδων και, ύστερα από τα πέντε αυτά χρόνια, να έλθω να τα παρουσιάσω. Ο δύσκολος τρόπος ήταν με αυτά που ξέρω να αυτοσχεδιάσω, μήπως και βρω κάτι καινούργιο. Και εγώ διάλεξα τον δύσκολο δρόμο. Αλλά ο δύσκολος δρόμος σε οδηγεί από το ένα στο άλλο. Έτσι, από τα μη λεχθέντα ή κυρίως από τα λεχθέντα, μοιραία πας στην πηγή τους που, όπως όλα, είναι και αυτή διπλή: είναι η ομιλία, είναι η σκέψη.

Η σκέψη σε κάνει να σκέφτεσαι τι είναι η νόηση, η νόηση σε κάνει να σκέφτεσαι τι είναι ο νους, και όλα αυτά σε φέρνουν στο πρόβλημα της συνείδησης: τι είναι η συνείδηση, πώς λειτουργεί, και αν ο νους είναι η λειτουργία των διαδικασιών εκείνων που σου επιτρέπουν να συλλαμβάνεις τα πράγματα, να τα καταλαβαίνεις. Αλλά και η συνείδηση είναι και αυτή διπλή. Είναι είτε η ηθική συνείδηση που σε οδηγεί σε κρίσεις σχετικά με την αξία των πράξεών σου, σύμφωνα με κάποιους ηθικούς κανόνες που έχεις αποδεχθεί, είτε η γνωσιολογική της λειτουργία, δηλαδή η συνείδηση που σου επιτρέπει να εποπτεύσεις και να συνειδητοποιήσεις την κατάσταση στην οποία ζεις αλλά και τις πράξεις τις οποίες κάνεις.

Βλέπουμε όλοι –και όλοι έχουμε είτε ασχοληθεί είτε επηρεαστεί από αυτά– ότι δύο είναι τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα στον χώρο του πνεύματος αλλά και της καθημερινής κοινωνικής ζωής, από τον 19ο αιώνα και πέρα, σχετικά με τη συνείδηση. Το ένα ήταν με τον Marx, που έφερε μια τροποποίηση στον τρόπο που βλέπουμε τη συνείδηση, και το άλλο ήταν με τον Freud.

Ο Marx είδε τη συνείδηση ως μια διπλή λειτουργία: είτε ως σύλληψη της φαινομενικότητας των πραγμάτων, η οποία οδηγεί σε αυτό που ο νέος Marx έλεγε ιδεολογία, δηλαδή την ψευδή συνείδηση (αυτόν τον όρο, νομίζω, τον διατύπωσε αργότερα ο Georg Luka΄cs, αλλά και ο Marx αυτό εννοούσε, διότι ο μαρξικός όρος ιδεολογία έχει αρνητική σημασία), είτε ως ορθή συνείδηση, η οποία είναι η γνώση τού πώς κινείται η κοινωνία αλλά και του ρόλου που έχουν να παίξουν μέσα σε αυτήν τα άτομα και οι κοινωνικές τάξεις.

Ο νέος Marx έδινε μεγάλη σημασία στον ρόλο της συνείδησης. Υπάρχει μια –όχι πολύ γνωστή– επιστολή του προς τον Arnold Ruge, έναν Γερμανό φιλόσοφο και κοινωνιολόγο της εποχής, του 1843, στην οποία μιλάει για την καταπιεσμένη ανθρωπότητα –δεν μιλάει ακόμη για κοινωνικές τάξεις· το Κομμουνιστικό μανιφέστο είναι του 1848– και λέει ότι η ανθρωπότητα πρέπει να αποκτήσει συνείδηση του εαυτού της, συνείδηση της υπόστασής της, για να αποτινάξει την καταπίεση, και ότι «αυτή τη συνείδηση θα της την εισαγάγουμε, είτε το θέλει είτε όχι». Το 1843, δηλαδή, ο Marx βλέπει τον διανοούμενο, που έχει συλλάβει την ορθή συνείδηση, ως κάποιον που θα «μπάσει» τη συνείδηση αυτή στην καταπιεζόμενη ανθρωπότητα, έστω και διά της βίας. Ίσως εδώ να βρίσκεται η απαρχή αυτού που είπε αργότερα ο Μαρξ, δηλαδή πως «η βία είναι η μαμή της ιστορίας».

Τα λέω όλα αυτά, διότι, κάθε τόσο που τα σκέφτομαι, βλέπω πόσο τα πράγματα είναι διπλά. Το 1845 ο Marx, στο περίφημο έργο του Αγία Οικογένεια, υποστηρίζει σχεδόν το αντίθετο. Μιλάει, πλέον, για το προλεταριάτο και λέει ότι αυτό από μόνο του θα συλλάβει τον ιστορικό ρόλο του. Και βλέπετε ότι, από τότε, στην ιστορία των ιδεών και στην ιστορία των κοινωνικών κινημάτων λειτουργούν και οι δύο απόψεις: είτε μία ομάδα ή ένας συγκεκριμένος διανοητής θα εισαγάγει σε μια κοινωνική τάξη αυτό που θεωρεί ότι είναι η συνείδησή της, την οποία, όμως, η ίδια δεν έχει συλλάβει, είτε το συγκεκριμένο κοινωνικό στρώμα, η συγκεκριμένη κοινωνική τάξη από μόνη της θα συλλάβει τον ιστορικό ρόλο της. Και αυτό το διπλό πράγμα πάντα συνεχίζεται.

Από τη μια μεριά, λοιπόν, έχουμε τον Marx, ο οποίος μίλησε για την ιδεολογία ή την ψευδή συνείδηση και αντιθετικά για την ορθή συνείδηση, και από την άλλη έχουμε τον Freud, ο οποίος βλέπει τη συνείδηση σαν να έχει δύο τουλάχιστον επίπεδα, και το συνειδητό και το υποσυνείδητο. Κατά τον Freud, δηλαδή, δεν υπάρχει μόνο η εν επιγνώσει συνείδηση. Είναι και τα πράγματα τα οποία ο ίδιος ο άνθρωπος κρατά σε ένα δεύτερο επίπεδο, αυτά για τα οποία δεν έχει ή δεν θέλει να έχει άμεση επίγνωση. Και εδώ, δηλαδή, έχουμε κάτι το διπλό. Αλλά εδώ πρόκειται για έναν άλλο διπλασιασμό. Έναν διπλασιασμό, θα έλεγα, εσωτερικό της συνείδησης. Στον Marx, αντίθετα, είναι ένας διπλασιασμός εξωτερικός –κοινωνικός– της συνείδησης. Πάντως, και στις δύο περιπτώσεις έχουμε δύο διπλασιασμούς μιας έννοιας, ίσως και μιας κατάστασης, που, μέχρι τότε, οι στοχαστές την αντιμετώπιζαν ως κάτι το ενιαίο.

Δεν σημαίνει, όμως, ότι, όταν ανακαλύπτεται κάτι, τότε και υπάρχει αυτό το κάτι. Το διπλό υπήρχε πάντα. Απλώς, η ανακάλυψη του διπλού είναι καινούργια. Η καινοτομία, επομένως, είναι η εξής: μέχρι τότε, ως συνείδηση εθεωρείτο η επίγνωση, η σαφής επίγνωση του πώς ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια κατάσταση και του πώς ενεργεί μέσα στην κατάσταση αυτή. Ο Marx, όμως, είπε ότι η επίγνωση αυτή, ενώ εμφανίζεται ως συνείδηση, πολλές φορές στέκεται στην επιφάνεια των φαινομενικοτήτων και δεν συλλαμβάνει την ουσία. Έτσι, έκανε τη διάκριση ανάμεσα στην ψευδή και την ουσιαστική συνείδηση, την αναλυτική συνείδηση, για να έλθει μετά ο Freud και να πει ότι υπάρχει και ένα άλλο επίπεδο, το υποσυνείδητο, το οποίο, κατά τη γνώμη μου, βοηθά, κυρίως, στο να συλλαμβάνονται όσο το δυνατόν πληρέστερα τα πράγματα, διότι σε αυτό δεν λειτουργεί το ελεγκτικό φίλτρο της γνώσης και των συνεπειών των πράξεων ή των λόγων μας.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να προσθέσω και κάτι ακόμη. Ο Marx είχε πει μια καταπληκτική κουβέντα. Την πρωτοείπε, αν θυμάμαι καλά, γύρω στο 1843, αλλά την επανέλαβε και τη διατύπωσε επιγραμματικά, θα λέγαμε, στον πρόλογο του έργου του Εισαγωγή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας: «Δεν είναι η συνείδηση που καθορίζει το κοινωνικό είναι του ανθρώπου αλλά το κοινωνικό είναι που καθορίζει τη συνείδηση». Αυτή τη σκέψη, προσωπικά, την είχα αποδεχθεί ως την απόλυτη αλήθεια. Αλλά εδώ και αρκετά χρόνια έχω αρχίσει να σκέπτομαι ότι η συνείδηση παίζει κάποιο κοινωνικό ρόλο, ότι μπορεί κάποτε να επηρεάζει το κοινωνικό είναι, να μην είναι απόλυτα εξαρτημένη από την κοινωνική μας κατάσταση. Μήπως ο ίδιος ο Marx δεν άλλαξε την κοινωνική του κατάσταση, λόγω της συνείδησης που ανέπτυξε για τα κοινωνικά πράγματα; Διότι ο Marx δεν ήταν προλετάριος. Ανήκε στη μικροευγενή αστική τάξη της Γερμανίας και συντηρήθηκε όχι ως μισθωτός αλλά χάρη στην οικονομική ενίσχυση του Friedrich Engels, ο οποίος ήταν βιομήχανος, αλλά που διέθετε, εντούτοις, επαναστατική συνείδηση.

Το ζητούμενο, επομένως, είναι αν η συνείδηση τροποποιεί ώς έναν βαθμό την κοινωνική μας κατάσταση και, από εκεί και πέρα, αν το ίδιο το υποσυνείδητο τροποποιεί ώς έναν βαθμό τη συνείδηση, άρα τη συμπεριφορά μας, άρα την κοινωνική μας κατάσταση, και αν, τελικά, όλα αυτά αλληλοδιαπλέκονται και δεν είναι τόσο απλά, όσο εγώ τουλάχιστον νόμιζα για χρόνια.

Μια άλλη σκέψη είναι μήπως εδώ υπάρχει η παλαιότερη σύγκρουση, η οποία συνεχίζεται με διάφορες μορφές, ανάμεσα στο βιολογικό και το κοινωνικό. Στον χώρο του στοχασμού υπήρχε μια τάση να εξηγηθούν τα κοινωνικά φαινόμενα με βάση τους βιολογικούς παράγοντες. Πράγμα που οδήγησε στον ρατσισμό με όλες τις καταστροφικές του συνέπειες, αυτόν τον ρατσισμό που τον βλέπουμε να επανεμφανίζεται στις μέρες μας. Και από την άλλη μεριά υπήρχε η τάση να εξηγηθούν τα βιολογικά φαινόμενα με βάση τις κοινωνικές αντιλήψεις. Εδώ ίσως κάποιοι να θυμούνται τις θεωρίες και την πρακτική του Trofim Lysenko, του σοβιετικού βιολόγου, ο οποίος θέλησε να επιβάλει στη βιολογία κοινωνικές αντιλήψεις και νόρμες, με αποτέλεσμα να υποστεί μεγάλο πλήγμα η σοβιετική –τότε– γεωργία.

Ανέφερα όλα τα παραπάνω για να καταλήξω στα λεχθέντα και μη λεχθέντα. Διότι και εδώ έχουμε μια έκφραση του διπλού ή μάλλον του πολλαπλού της συνείδησης. Τα λεχθέντα απορρέουν από τη συνείδηση, είτε την ορθή, είτε την ελλιπή, είτε και την ψευδή. Τα μη λεχθέντα οφείλονται είτε στον κοινωνικό έλεγχο που επηρεάζει τη συνείδηση, είτε στον αυτοέλεγχο που πηγάζει από τη συνείδηση, είτε στη μη ανάδυσή τους στο συνειδητό από το υποσυνείδητο.

 

Η πολλαπλότητα της λογοκρισίας στα λεχθέντα

και η αναγκαιότητα των μη λεχθέντων

Νομίζω λοιπόν ότι το κατά πόσον τα μη λεχθέντα γίνονται λεχθέντα εξαρτάται από τη σχέση του υποκειμένου τους με τρεις παράγοντες: με τον κοινωνικοπολιτικό έλεγχο, με τον αυτοέλεγχο και τις εσωτερικές αναστολές, κάποτε με βιολογικούς ή παθολογικούς παράγοντες που όμως δεν μας ενδιαφέρουν εδώ. Πάντως το μη λεχθέν πρέπει πρώτα να διαμορφωθεί εσωτερικά σ’ ένα από τα επίπεδα της συνείδησης. Με τη συνειδητοποίηση του κοινωνικοπολιτικού ελέγχου ή του εσωτερικού αυτοελέγχου είτε υποκύπτει σ’ αυτόν και παραμένει μη λεχθέν, είτε τον υπερβαίνει, αποκτά εξωτερική υπόσταση, προφορική ή γραπτή, και γίνεται λεχθέν.

Αν σε αυτό το σημείο μπούμε στον χώρο της λογοτεχνίας, θα δούμε ότι εκεί τα μη λεχθέντα εξαρτώνται και από έναν άλλο παράγοντα, ο οποίος, συσχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τον κοινωνικό έλεγχο: πρόκειται για την αντίληψη που επικρατεί σε κάθε λογοτεχνική σχολή. Για παράδειγμα, το ρομαντικό και το σοσιαλ-ρεαλιστικό μυθιστόρημα, που και τα δύο εξιδανικεύουν κάτι. Ο μεν σοσιαλιστικός ρεαλισμός εξιδανίκευε τον θετικό ήρωα, ο οποίος, υποχρεωτικά, έπρεπε να είναι ο τελειότερος των ανθρώπων, και η αισιοδοξία έπρεπε να είναι κάτι το επιβεβλημένο, το δε ρομαντικό μυθιστόρημα εξιδανίκευε τον παθολογικό, τον άρρωστο ψυχολογικά ήρωα, και η απαισιοδοξία έπρεπε εξίσου να είναι επιβεβλημένη.

Κατά την άποψή μου, πάντως, τα μεγάλα μυθιστορήματα, ανεξαρτήτως εποχής και σχολής, είναι στο βάθος όλα ρεαλιστικά. Μόνο το ρεαλιστικό μυθιστόρημα φτιάχνει ήρωες που εκφράζουν τις αντιφατικότητες της ζωής, τις οποίες ούτε ο ακραιφνής ρομαντισμός ούτε και ο δογματικός σοσιαλιστικός ρεαλισμός τις ήθελαν. Και ο ένας και ο άλλος ήθελαν τα πράγματα να είναι ενιαία, σύμφωνα με την αντίληψή του ο καθένας. Γι’ αυτό και κανείς δεν διαβάζει πια αυτά τα μυθιστορήματα. Στο ρεαλιστικό μυθιστόρημα, αντιθέτως, θα δείτε ότι οι διαφορετικοί άνθρωποι είναι ισοδύναμοι. Δεν είναι μόνο ο καλός και ο κακός. Όλοι έχουν την υπόστασή τους, γι’ αυτό και οι συγκρούσεις τους έχουν σημασία.

Ας δούμε ως παράδειγμα ένα μυθιστόρημα που το ξέρουν όλοι, τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι. Εδώ ο πρίγκιπας Μίσκιν και ο Ραγκόζιν δεν είναι ούτε ο απόλυτος καλός ο ένας ούτε ο απόλυτος κακός ο άλλος. Η σύγκρουσή τους είναι η σύγκρουση δύο πολύπλευρων υποστάσεων και όχι δύο μονόπλευρων, όπως είναι σε ένα σοσιαλ-ρεαλιστικό μυθιστόρημα που θυμάμαι, όπου οι φοιτητές οι οποίοι παρελαύνουν στην Κόκκινη Πλατεία μπροστά στον Στάλιν και κλαίνε, επειδή έχουν αυτή την τιμή, είναι οι απόλυτα καλοί.

Όταν ήμουν μικρός, είχα τη μανία να διαβάζω τις εφημερίδες και τα περιοδικά που παίρναμε στο σπίτι. Πρέπει να σας πω, επειδή στην αίθουσα αυτή είμαι ο πρεσβύτερος, ότι αναφέρομαι σε ιστορίες προ, αρκετά προ του Παγκοσμίου Πολέμου. Κάποια μέρα, λοιπόν, διαβάζω στην εφημερίδα –τότε οι εφημερίδες έβαζαν και διηγηματάκια∙δεν ήταν τόσο «σοβαρές», ώστε να μη διαβάζονται– την εξής ιστορία: Ο μικρός, ταπεινός και φοβισμένος υπάλληλος μπαίνει στο γραφείο του διευθυντή χωρίς να χτυπήσει την πόρτα και του λέει, «Είσαι ένας παλιάνθρωπος, ένα κάθαρμα, ένας ελεεινός». Παίρνει το ψαλίδι και του κόβει τη γραβάτα. Παίρνει τον κάλαθο των αχρήστων και του τον φορά καπέλο. Και φεύγει. Ύστερα από λίγο, ο σεμνός και ταπεινός υπάλληλος χτυπά την πόρτα του διευθυντή, μπαίνει μέσα δειλά δειλά και λέει, «Κύριε Διευθυντά, με συγχωρείτε. Το ότι κέρδισα τον πρώτο αριθμό του λαχείου ήταν φάρσα των συναδέλφων μου!»

 διαπλοκή των λεχθέντων και μη λεχθέντων στη λογοτεχνία

 

 

 

 

Views: 469 | Added by: defaultNick | Rating: 5.0/1
Total comments: 0